- χαλκέοψ
- χαλκέοψ1 brazen voiced χαλκ]έοπ' αὐλῶν ὀμφάν (cf. Πα. 2. 100, P. 12.25) Pae. 3.94
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκέοψ — οπός, ὁ, ἡ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + ὄψ* «φωνή»] … Dictionary of Greek
χαλκέοπ' — χαλκέοπα , χαλκέοψ neut nom/voc/acc pl χαλκέοπα , χαλκέοψ masc/fem acc sg χαλκέοπι , χαλκέοψ dat sg χαλκέοπε , χαλκέοψ nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)